μεγαλόκαρδος

μεγαλόκαρδος
η , ο [ος , ον ]. великодушный, благородный;

μεγαλόκαρδος άνθρωπος — великодушный человек;

μεγαλόκαρδη πράξη — благородный, поступок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεγαλόκαρδος" в других словарях:

  • μεγαλόκαρδος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη καρδιά, ο γενναιόψυχος: Ο μεγαλόκαρδος άνθρωπος ξέρει να συγχωρεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόκαρδος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη καρδιά, μεγαλόψυχος 2. αυτός που προέρχεται από μεγαλοψυχία («μεγαλόκαρδη δωρεά»). επίρρ... μεγαλόκαρδα μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο λεξικό τού Karl Weigel] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόψυχος — ἰσχυρόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μεγάθυμος — η, ο (Α μεγάθυμος, ον) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος 2. (για ζώο) ζωηρός («ταῡρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. καρτερικός, υπομονητικός. επίρρ... μεγαθύμως με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θυμός (πρβλ. εύ θυμος, κακό …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • περίσπλαγχνος — ον, Α μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά σπλαγχνος] …   Dictionary of Greek

  • ταλακάρδιος — ον, Α 1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος 2. ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»